«Η στρατηγική της έντασης»: τρομοκρατικά χτυπήματα και ενοχοποίηση της Aριστεράς στην Ιταλία του 1970 | Barikat.gr | Μνήμη | Κριτική | Αντίσταση
«Η στρατηγική της έντασης»: τρομοκρατικά χτυπήματα και ενοχοποίηση της Aριστεράς στην Ιταλία του 1970
Σε σχέση με την χθεσινή επίθεση στα γραφεία της Χ.Α και την δολοφονία δυο μελών της, επαναφέρουμε ένα παλιότερο κείμενο της Κ. Σκαργιώτη σχετικά με την στρατηγική της έντασης στην Ιταλία. Παράλληλα επιλέξαμε ως αφορμή για προβληματισμό, ένα μικρό σχόλιο από τον Ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben. Για να προλάβουμε τυχών παρεξηγήσεις να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Υπάρχει χαοτική διαφορά ανάμεσα σε μία λογική συνωμοσίας που όλα τα βλέπει «στημένα» και σε μία μεθοδολογία «διαχείρισης» της αταξίας, διαχείρισης δηλαδή ήδη υπαρκτών τάσεων με στόχο βέβαια πάντα την διαμόρφωση ευνοϊκού πεδίο για τη μάχη και τη μετατόπιση του συσχετισμού.
Barikat
«Υπάρχουν ακόμη αφελείς που πιστεύουν ότι το παράδειγμα της ασφάλειας έχει σκοπό να προλάβει τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό είναι τελείως λάθος. Η βασική ιδέα είναι μάλλον: «θα αφήσουμε να συμβούν καταστροφές, αναταραχές, ή και θα βοηθήσουμε να συμβούν, επειδή αυτό θα μας επιτρέψει να παρέμβουμε και να τις διακυβερνήσουμε προς την ορθή κατεύθυνση». Π.χ. η αμερικανική πολιτική εδώ και είκοσι χρόνια είναι σαφώς αυτή: ποτέ δεν εμποδίζει την εμφάνιση της αταξίας, της καταστροφής, αντίθετα τις βοηθά να παραχθούν σε ορισμένες περιοχές, αλλά μετά επωφελείται προκειμένου να τις κατευθύνει σε μια κατεύθυνση «ασφαλή». Εξάλλου θυμάμαι το 2001 όταν υπήρχαν μεγάλες ταραχές στη Γένοβα της Ιταλίας κατά τη σύνοδο του G8, και υπήρχαν σοβαρά επεισόδια με την αστυνομία, υπήρξε μια δικαστική έρευνα, στην οποία εξετάστηκε και ο αρχηγός της αστυνομίας. Αυτός ήταν και ο ίδιος οργισμένος, και είπε: «η κυβέρνηση σήμερα δεν θέλει πλέον να διατηρήσει την τάξη, θέλει να διαχειριστεί την αταξία». Πρέπει να το καταλάβουμε καλά: οι κυβερνήσεις σήμερα δεν αποσκοπούν να διατηρήσουν την τάξη, αλλά να διαχειριστούν την αταξία. Και η αταξία πάντοτε υπάρχει, τη βλέπουμε: η κρίση, οι ταραχές, τα συμβάντα, η κατάσταση ανάγκης ... όλα αυτά τα επικαλούνται ανά πάσα στιγμή. Αλλά το ζητούμενο είναι να παρέμβουν εκ των υστέρων. Γι' αυτό και σήμερα, όταν βλέπουμε πολύ ενδιαφέροντα φαινόμενα, ας πούμε πρώτα όσα γίνανε στην Ελλάδα, αλλά και μετά στην Τυνησία, την Αίγυπτο, όλα αυτά είναι πράγματα προφανώς πολύ ωραία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εξουσίες που υπάρχουν απέναντι γνωρίζουν ότι συμβάντα και αναταραχές μπορεί να συμβούν, και αναζητούν τρόπους να τις διαχειριστούν, να τις στρέψουν σε μια κατεύθυνση που θεωρούν χρήσιμη» Giorgio Agamben (Πηγή)
Η έρευνα για την ανάπτυξη της τρομοκρατίας στην Ιταλία του 1970 έχει αναδείξει πολλές πτυχές της λειτουργίας του παρακράτους, της σύνδεσής του με το επίσημο κράτος καθώς και την ενοχοποίησης των αριστερών κινημάτων. Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας αποτελούν παράδειγμα και αντικείμενο μελέτης για εκείνους που επιθυμούν να κατανοήσουν πως ο φασισμός μπορεί να γίνεται εργαλείο στα χέρια του συνασπισμού εξουσίας.
Εργατικοί αγώνες και κοινωνικός αναβρασμός
Μια προσεκτική ανάγνωση στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας μας καθιστά σαφές ότι οι χαμένοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (όσοι υποστήριζαν το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι) παρεισέφρησαν είτε σε παράνομες είτε σε νόμιμες ακροδεξιές οργανώσεις ή ακόμα και σε καίριες θέσεις του Στρατού. Αυτές οι οργανώσεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ψυχροπολεμικό κλίμα της μεταπολεμικής περιόδου. Όπως συνέβη και σε άλλα κράτη (π.χ. Ελλάδα) οι ακροδεξιοί αποτέλεσαν την ανομολόγητη βοήθεια της κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών ώστε να πληγεί η Αριστερά και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να κυβερνήσει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Ιταλία αναπτύσσονται φοιτητικοί αγώνες, κοινωνικά κινήματα καθώς και ο συνδικαλισμός στο βιομηχανοποιημένο Βορρά. Οι εργατικοί αγώνες του 1968-69, το Autumno Caldo (Θερμό Φθινόπωρο) της Ιταλίας, υπονόμευσαν βαθιά την οικονομική εξουσία της χώρας και άλλαξαν τον συσχετισμό ισχύος. Οι απεργίες ξεκίνησαν σταδιακά από την άνοιξη του 1968 σε μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Fiat, η Pirelli και η Siemens, με κύρια αιτήματα την μείωση του ωραρίου και την αύξηση των μισθών, όπως προβλεπόταν στη συλλογική σύμβαση του 1966. Τα συνδικάτα των εργαζομένων στις αυτοκινητοβιομηχανίες υπήρξαν πρωτοπόρα, καθώς το Σεπτέμβριο του 1969 προχώρησαν σε αναστολή των εργασιών (με μεγάλες απώλειες στη παράγωγη) και σε μεγαλειώδεις πορείες στο κέντρο του Μιλάνο και του Τορίνο. Ακόμη, ορόσημο για τις κινητοποιήσεις του 1969 αποτέλεσε η «διασταύρωση» του εργατικού κινήματος με τις φοιτητικές πορείες: στις 3 Ιουλίου 1969 οι φοιτητές διαδήλωσαν στο Τορίνο μαζί με τους εργάτες και πραγματοποίησαν συνελεύσεις στις οποίες αποφάσισαν να συστήσουν κοινό αγνωστικό μέτωπο.
Από την άλλη, οι φοιτητές έχοντας βιώσει την εμπειρία του Γαλλικού Μάη οργανώθηκαν διεκδικώντας αξιοκρατικότερο σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, κατάργηση της δογματικής γνώσης, άνοιγμα των πανεπιστημίων στη κοινωνία και δηλώνοντας την συμπαράσταση τους στην εργατική τάξη. Μετά τους αγώνες αυτούς, η Αριστερά ισχυροποιήθηκε. Η ζημιά που επέφερε στην αστική τάξη η εργατική απειθαρχία ήταν σοβαρότατη.[1] Και ενώ η χώρα βρισκόταν σε διαρκή απεργιακό κλοιό και η κυβέρνηση αδυνατούσε να επιβληθεί στους ολοένα αυξανόμενους απεργούς, η λύση έπρεπε να δοθεί με διαφορετικό τρόπο: Το Δεκέμβριο του 1969 και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης (με ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους) που θα αποτελούσε μεγάλη νίκη για την ιταλική εργατική τάξη, στις 12 Δεκεμβρίου πραγματοποιείται βομβιστική επίθεση στο κέντρο του Μιλάνο, στην Αγροτική τράπεζα της Ιταλίας. Τελικός απολογισμός 17 νεκροί και 88 τραυματίες.[2] Το χτύπημα αποδόθηκε εξαρχής σε αριστερές οργανώσεις και αναρχικούς κύκλους. Αρχικά κατηγορείται ο αναρχικός Πιέτρο Βαλπρέντα και αμέσως σχηματίζεται κατηγορητήριο και για τον αναρχικό Τζιουζεπε Πινέλλι. Τρεις μέρες μετά τη σύλληψη του ο Πινέλλι εκπαραθυρώνεται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και το γεγονός καταγράφεται επισήμως ως «θάνατος εξαιτίας ψυχολογικής νόσου». Τελικά το 2005 κατόπιν ερευνών εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση για μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Οrdine Nuovo (Νέα Τάξη) για τη βομβιστική επίθεση στην Αγροτική Τράπεζα της Ιταλίας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι βομβιστικές επιθέσεις των ακροδεξιών ήταν καθοδηγούμενες από τη CIA , τη μασονική στοά P2 και το Βατικανό. Τα στελέχη της P2 (Προπαγάνδα 2) προέρχονταν από την ελίτ της ιταλικής κοινωνίας (αξιωματικοί, υπουργοί, δικαστικοί κ.α.) και φρόντιζαν να παροτρύνουν και να χρηματοδοτούν ακροδεξιές οργανώσεις, ώστε να πραγματοποιούν τρομοκρατικά χτυπήματα.[3] Οι διασυνδέσεις της μασονικής στοάς άρχισαν να αποκαλύπτονται μετά το 1981, όταν ο ιταλικός τύπος άρχισε να βγάζει στην επιφάνεια ένα τραπεζικό σκάνδαλο στο όποιο ήταν αναμεμειγμένη η Τράπεζα του Βατικανού. Στη πορεία αποκαλύφθηκε πως το Βατικανό χρηματοδοτούσε γενναία τη P2 για να πραγματοποιεί τρομοκρατικά χτυπήματα.[4] Όπως αποκαλύφθηκε μέσω του σκανδάλου, αλλά και όπως ήταν γενικά γνωστό, η ανάμειξη της Καθολικής Εκκλησιάς στο πολιτικό γίγνεσθαι ήταν δεδομένη. Δεν ήταν άλλωστε κρυφές οι χρηματοδοτήσεις της Τράπεζας του Βατικανό προς το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής που ακολουθούσε η P2 ήταν η «σφαγή της Μπολόνια». Επρόκειτο για βομβιστική ενέργεια στο σιδηροδρομικό σταθμό της ιταλικής πόλης στις 2 Αυγούστου 1980. Ο απολογισμός ήταν 85 νεκροί και 200 τραυματίες και τα πρωτοσέλιδα έδειχναν αριστερό τρομοκρατικό χτύπημά. Περίπου μια δεκαετία αργότερα αποκαλύφθηκε πως η μασονική στοά είχε φροντίσει να χρηματοδοτήσει και να εξοπλίσει τη νεοφασιστική οργάνωση Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) για τη πραγματοποίηση του χτυπήματος.
Η επιλογή των χτυπημάτων δεν ήταν τυχαία. Όπως και στη περίπτωση της Μπολόνια οι παρακρατικοί επέλεγαν πόλεις όπου η Αριστερά είχε μεγάλη εκλογική και οργανωτική δύναμη, ώστε με κατασκευασμένα στοιχεία να αποδίδεται το χτύπημα σε αριστερές οργανώσεις.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας
Η περίοδος από το τέλος της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη του 1970 αποτέλεσε για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας «τα χρόνια της μετάβασης». Ο θάνατος του γενικού γραμματέα Παλμίρο Τολιάτι έφερε στην ηγεσία του κόμματος τον Λουίτζι Λόνγκο και το 1972 τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Ο δεύτερος εκπροσωπούσε τη Τρίτη γενιά κομμουνιστών. Ανδρώθηκε πολιτικά μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ενώ διατηρούσε σαφείς αποστάσεις από τη σοβιετική ηγεσία (αφορμή για τις «ψυχρές» σχέσεις Μπερλινγκουέρ – Μόσχας αποτέλεσε η καταδίκη της σοβιετικής επέμβασης στη Τσεχοσλοβακία, από τον Ιταλό ΓΓ, στο πλαίσιο διάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων, τον Ιούνιο του 1969). Κατά την περίοδο της θητείας του το Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποίησε μια πολιτική στροφή συναινώντας στην είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ. Επίσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά τις εκλογές του 1976, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών και τον πρωθυπουργό Άλντο Μόρο για τη πιθανότητα συγκυβέρνησης.[5] Αυτή η εξέλιξη του κόμματος απογοήτευσε πολλά μέλη τα οποία θεώρησαν πως έχει χάσει τη ταυτότητα του.
Ερυθρές Ταξιαρχίες
Μέσα σε αυτό το κλίμα ακροδεξιών τρομοκρατικών χτυπημάτων, της απογοήτευσης από το Κομμουνιστικό Κόμμα και των θεωριών για ένοπλη πάλη και ανταρτικό πόλεων, γεννηθήκαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigatte Rosse). Η περίοδος στρατολόγησης στην οργάνωση ξεκίνησε στις αρχές του 1970. Τα βασικά στελέχη ήταν ο Ρενάτο Κούρτσιο, η Μάρα Καγκόλ και ο Μάριο Μορέττι. Οι πρώτες ενέργειες των Ερυθρών Ταξιαρχιών είχαν συμβολικό χαρακτήρα (π.χ. εμπρησμοί οχημάτων στελεχών του βιομηχανικού χώρου) και...................................
Barikat
«Υπάρχουν ακόμη αφελείς που πιστεύουν ότι το παράδειγμα της ασφάλειας έχει σκοπό να προλάβει τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό είναι τελείως λάθος. Η βασική ιδέα είναι μάλλον: «θα αφήσουμε να συμβούν καταστροφές, αναταραχές, ή και θα βοηθήσουμε να συμβούν, επειδή αυτό θα μας επιτρέψει να παρέμβουμε και να τις διακυβερνήσουμε προς την ορθή κατεύθυνση». Π.χ. η αμερικανική πολιτική εδώ και είκοσι χρόνια είναι σαφώς αυτή: ποτέ δεν εμποδίζει την εμφάνιση της αταξίας, της καταστροφής, αντίθετα τις βοηθά να παραχθούν σε ορισμένες περιοχές, αλλά μετά επωφελείται προκειμένου να τις κατευθύνει σε μια κατεύθυνση «ασφαλή». Εξάλλου θυμάμαι το 2001 όταν υπήρχαν μεγάλες ταραχές στη Γένοβα της Ιταλίας κατά τη σύνοδο του G8, και υπήρχαν σοβαρά επεισόδια με την αστυνομία, υπήρξε μια δικαστική έρευνα, στην οποία εξετάστηκε και ο αρχηγός της αστυνομίας. Αυτός ήταν και ο ίδιος οργισμένος, και είπε: «η κυβέρνηση σήμερα δεν θέλει πλέον να διατηρήσει την τάξη, θέλει να διαχειριστεί την αταξία». Πρέπει να το καταλάβουμε καλά: οι κυβερνήσεις σήμερα δεν αποσκοπούν να διατηρήσουν την τάξη, αλλά να διαχειριστούν την αταξία. Και η αταξία πάντοτε υπάρχει, τη βλέπουμε: η κρίση, οι ταραχές, τα συμβάντα, η κατάσταση ανάγκης ... όλα αυτά τα επικαλούνται ανά πάσα στιγμή. Αλλά το ζητούμενο είναι να παρέμβουν εκ των υστέρων. Γι' αυτό και σήμερα, όταν βλέπουμε πολύ ενδιαφέροντα φαινόμενα, ας πούμε πρώτα όσα γίνανε στην Ελλάδα, αλλά και μετά στην Τυνησία, την Αίγυπτο, όλα αυτά είναι πράγματα προφανώς πολύ ωραία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εξουσίες που υπάρχουν απέναντι γνωρίζουν ότι συμβάντα και αναταραχές μπορεί να συμβούν, και αναζητούν τρόπους να τις διαχειριστούν, να τις στρέψουν σε μια κατεύθυνση που θεωρούν χρήσιμη» Giorgio Agamben (Πηγή)
Η έρευνα για την ανάπτυξη της τρομοκρατίας στην Ιταλία του 1970 έχει αναδείξει πολλές πτυχές της λειτουργίας του παρακράτους, της σύνδεσής του με το επίσημο κράτος καθώς και την ενοχοποίησης των αριστερών κινημάτων. Η δράση των παρακρατικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας αποτελούν παράδειγμα και αντικείμενο μελέτης για εκείνους που επιθυμούν να κατανοήσουν πως ο φασισμός μπορεί να γίνεται εργαλείο στα χέρια του συνασπισμού εξουσίας.
Εργατικοί αγώνες και κοινωνικός αναβρασμός
Μια προσεκτική ανάγνωση στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας μας καθιστά σαφές ότι οι χαμένοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (όσοι υποστήριζαν το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι) παρεισέφρησαν είτε σε παράνομες είτε σε νόμιμες ακροδεξιές οργανώσεις ή ακόμα και σε καίριες θέσεις του Στρατού. Αυτές οι οργανώσεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ψυχροπολεμικό κλίμα της μεταπολεμικής περιόδου. Όπως συνέβη και σε άλλα κράτη (π.χ. Ελλάδα) οι ακροδεξιοί αποτέλεσαν την ανομολόγητη βοήθεια της κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατών ώστε να πληγεί η Αριστερά και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να κυβερνήσει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Ιταλία αναπτύσσονται φοιτητικοί αγώνες, κοινωνικά κινήματα καθώς και ο συνδικαλισμός στο βιομηχανοποιημένο Βορρά. Οι εργατικοί αγώνες του 1968-69, το Autumno Caldo (Θερμό Φθινόπωρο) της Ιταλίας, υπονόμευσαν βαθιά την οικονομική εξουσία της χώρας και άλλαξαν τον συσχετισμό ισχύος. Οι απεργίες ξεκίνησαν σταδιακά από την άνοιξη του 1968 σε μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Fiat, η Pirelli και η Siemens, με κύρια αιτήματα την μείωση του ωραρίου και την αύξηση των μισθών, όπως προβλεπόταν στη συλλογική σύμβαση του 1966. Τα συνδικάτα των εργαζομένων στις αυτοκινητοβιομηχανίες υπήρξαν πρωτοπόρα, καθώς το Σεπτέμβριο του 1969 προχώρησαν σε αναστολή των εργασιών (με μεγάλες απώλειες στη παράγωγη) και σε μεγαλειώδεις πορείες στο κέντρο του Μιλάνο και του Τορίνο. Ακόμη, ορόσημο για τις κινητοποιήσεις του 1969 αποτέλεσε η «διασταύρωση» του εργατικού κινήματος με τις φοιτητικές πορείες: στις 3 Ιουλίου 1969 οι φοιτητές διαδήλωσαν στο Τορίνο μαζί με τους εργάτες και πραγματοποίησαν συνελεύσεις στις οποίες αποφάσισαν να συστήσουν κοινό αγνωστικό μέτωπο.
Από την άλλη, οι φοιτητές έχοντας βιώσει την εμπειρία του Γαλλικού Μάη οργανώθηκαν διεκδικώντας αξιοκρατικότερο σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, κατάργηση της δογματικής γνώσης, άνοιγμα των πανεπιστημίων στη κοινωνία και δηλώνοντας την συμπαράσταση τους στην εργατική τάξη. Μετά τους αγώνες αυτούς, η Αριστερά ισχυροποιήθηκε. Η ζημιά που επέφερε στην αστική τάξη η εργατική απειθαρχία ήταν σοβαρότατη.[1] Και ενώ η χώρα βρισκόταν σε διαρκή απεργιακό κλοιό και η κυβέρνηση αδυνατούσε να επιβληθεί στους ολοένα αυξανόμενους απεργούς, η λύση έπρεπε να δοθεί με διαφορετικό τρόπο: Το Δεκέμβριο του 1969 και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης (με ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους) που θα αποτελούσε μεγάλη νίκη για την ιταλική εργατική τάξη, στις 12 Δεκεμβρίου πραγματοποιείται βομβιστική επίθεση στο κέντρο του Μιλάνο, στην Αγροτική τράπεζα της Ιταλίας. Τελικός απολογισμός 17 νεκροί και 88 τραυματίες.[2] Το χτύπημα αποδόθηκε εξαρχής σε αριστερές οργανώσεις και αναρχικούς κύκλους. Αρχικά κατηγορείται ο αναρχικός Πιέτρο Βαλπρέντα και αμέσως σχηματίζεται κατηγορητήριο και για τον αναρχικό Τζιουζεπε Πινέλλι. Τρεις μέρες μετά τη σύλληψη του ο Πινέλλι εκπαραθυρώνεται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και το γεγονός καταγράφεται επισήμως ως «θάνατος εξαιτίας ψυχολογικής νόσου». Τελικά το 2005 κατόπιν ερευνών εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση για μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Οrdine Nuovo (Νέα Τάξη) για τη βομβιστική επίθεση στην Αγροτική Τράπεζα της Ιταλίας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι βομβιστικές επιθέσεις των ακροδεξιών ήταν καθοδηγούμενες από τη CIA , τη μασονική στοά P2 και το Βατικανό. Τα στελέχη της P2 (Προπαγάνδα 2) προέρχονταν από την ελίτ της ιταλικής κοινωνίας (αξιωματικοί, υπουργοί, δικαστικοί κ.α.) και φρόντιζαν να παροτρύνουν και να χρηματοδοτούν ακροδεξιές οργανώσεις, ώστε να πραγματοποιούν τρομοκρατικά χτυπήματα.[3] Οι διασυνδέσεις της μασονικής στοάς άρχισαν να αποκαλύπτονται μετά το 1981, όταν ο ιταλικός τύπος άρχισε να βγάζει στην επιφάνεια ένα τραπεζικό σκάνδαλο στο όποιο ήταν αναμεμειγμένη η Τράπεζα του Βατικανού. Στη πορεία αποκαλύφθηκε πως το Βατικανό χρηματοδοτούσε γενναία τη P2 για να πραγματοποιεί τρομοκρατικά χτυπήματα.[4] Όπως αποκαλύφθηκε μέσω του σκανδάλου, αλλά και όπως ήταν γενικά γνωστό, η ανάμειξη της Καθολικής Εκκλησιάς στο πολιτικό γίγνεσθαι ήταν δεδομένη. Δεν ήταν άλλωστε κρυφές οι χρηματοδοτήσεις της Τράπεζας του Βατικανό προς το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής που ακολουθούσε η P2 ήταν η «σφαγή της Μπολόνια». Επρόκειτο για βομβιστική ενέργεια στο σιδηροδρομικό σταθμό της ιταλικής πόλης στις 2 Αυγούστου 1980. Ο απολογισμός ήταν 85 νεκροί και 200 τραυματίες και τα πρωτοσέλιδα έδειχναν αριστερό τρομοκρατικό χτύπημά. Περίπου μια δεκαετία αργότερα αποκαλύφθηκε πως η μασονική στοά είχε φροντίσει να χρηματοδοτήσει και να εξοπλίσει τη νεοφασιστική οργάνωση Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) για τη πραγματοποίηση του χτυπήματος.
Η επιλογή των χτυπημάτων δεν ήταν τυχαία. Όπως και στη περίπτωση της Μπολόνια οι παρακρατικοί επέλεγαν πόλεις όπου η Αριστερά είχε μεγάλη εκλογική και οργανωτική δύναμη, ώστε με κατασκευασμένα στοιχεία να αποδίδεται το χτύπημα σε αριστερές οργανώσεις.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας
Η περίοδος από το τέλος της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη του 1970 αποτέλεσε για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας «τα χρόνια της μετάβασης». Ο θάνατος του γενικού γραμματέα Παλμίρο Τολιάτι έφερε στην ηγεσία του κόμματος τον Λουίτζι Λόνγκο και το 1972 τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Ο δεύτερος εκπροσωπούσε τη Τρίτη γενιά κομμουνιστών. Ανδρώθηκε πολιτικά μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ενώ διατηρούσε σαφείς αποστάσεις από τη σοβιετική ηγεσία (αφορμή για τις «ψυχρές» σχέσεις Μπερλινγκουέρ – Μόσχας αποτέλεσε η καταδίκη της σοβιετικής επέμβασης στη Τσεχοσλοβακία, από τον Ιταλό ΓΓ, στο πλαίσιο διάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων, τον Ιούνιο του 1969). Κατά την περίοδο της θητείας του το Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποίησε μια πολιτική στροφή συναινώντας στην είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ. Επίσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά τις εκλογές του 1976, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών και τον πρωθυπουργό Άλντο Μόρο για τη πιθανότητα συγκυβέρνησης.[5] Αυτή η εξέλιξη του κόμματος απογοήτευσε πολλά μέλη τα οποία θεώρησαν πως έχει χάσει τη ταυτότητα του.
Ερυθρές Ταξιαρχίες
Μέσα σε αυτό το κλίμα ακροδεξιών τρομοκρατικών χτυπημάτων, της απογοήτευσης από το Κομμουνιστικό Κόμμα και των θεωριών για ένοπλη πάλη και ανταρτικό πόλεων, γεννηθήκαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigatte Rosse). Η περίοδος στρατολόγησης στην οργάνωση ξεκίνησε στις αρχές του 1970. Τα βασικά στελέχη ήταν ο Ρενάτο Κούρτσιο, η Μάρα Καγκόλ και ο Μάριο Μορέττι. Οι πρώτες ενέργειες των Ερυθρών Ταξιαρχιών είχαν συμβολικό χαρακτήρα (π.χ. εμπρησμοί οχημάτων στελεχών του βιομηχανικού χώρου) και...................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου